- λιπώδης
- -ες (Α λιπώδης, -ῶδες) [λίπος]αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύςνεοελλ.1. αυτός που έχει τις ιδιότητες τού λίπους2. φρ. α) «λιπώδης ιστός»βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι συγκεντρωμένα το ένα κοντά στο άλλο και η θεμέλια ουσία καθώς και οι δικτυωτές ίνες του περιορίζονται στο ελάχιστο και τού οποίου πρωταρχικές λειτουργίες είναι η δημιουργία ενεργειακών αποθεμάτων για τον οργανισμό, η θερμομόνωση σε ορισμένα θαλάσσια κυρίως ομοιόθερμα ζώα ή η δημιουργία αποθέματος μεταβολικού νερού σε ζώα θερμών και ξηρών περιοχώνβ) «λιπώδης εκφύλιση»ιατρ. παθολογική εναπόθεση λίπους κυρίως στα κύτταρα τού ήπατος, τής καρδιάς και τών νεφρών, η οποία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα υποξίας.
Dictionary of Greek. 2013.